γαλατοπαραγωγή

γαλατοπαραγωγή
η
η παραγωγή γάλατος: Η γαλατοπαραγωγή φέτος ήταν μειωμένη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαλατοπαραγωγικός — ή, ό ο σχετικός με τη γαλατοπαραγωγή: Η Ολλανδία είναι μια γαλατοπαραγωγική χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”